- Κατάδουποι
- Κατάδουποι, οἱ και Κατάδουπα, τὰ (Α)ο πρώτος καταρράκτης τού Νείλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δοῦπος «θόρυβος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κατάδουποι — the first Cataract fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καταδούποις — Κατάδουποι the first Cataract fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καταδούπους — Κατάδουποι the first Cataract fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καταδούπων — Κατάδουποι the first Cataract fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)